- ελμινθώδης
- ης, ες1) глистообразный, червеобразный; 2) гельминтозный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελμινθώδης — ες (Α ἑλμινθώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλμινθα 2. ο γεμάτος έλμίνθες … Dictionary of Greek
ἑλμινθώδη — ἑλμινθώδης like a worm neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑλμινθώδης like a worm masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑλμινθώδης like a worm masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)